Κοινωνική Εργασία και Κοινωνική Ανυπακοή (ή αλλιώς, δεν πληρώνω τα χαράτσια σας!)
Η δουλειά μας είναι να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να κινηθούν, να δράσουν, να συμμετέχουν. Εν ολίγοις να αναπτύξουμε και να αξιοποιήσουμε την απαραίτητη δύναμη που θα μας οδηγήσει σε αποτελεσματική σύγκρουση με τα κυρίαρχα πρότυπα ώστε να τα αλλάξουμε. Όταν αυτοί που έχουν τη δύναμη γυρνούν και σου κολλούν την ετικέτα του «ταραχοποιού»... έχουν απόλυτο δίκαιο. Γιατί περιγράφει με μια λέξη τη δράση μας- να προκαλέσουμε κινητοποίηση με σκοπό τη σύγκρουση και <κοινωνική αλλαγή>.
Με αυτά τα λόγια ο Saoul Alinski περιέγραφε τη δεκαετία του 1970 την κατεύθυνση και λειτουργία τις ριζοσπαστικής κοινοτικής εργασίας σε συνθήκες βαθιάς ανισότητας και καταπίεσης των πιο αδύναμων και ευάλωτων ομάδων. Για τον Alinski σε συνθήκες κατάφωρης αδικίας και εκμετάλλευσης το ζήτημα της υπακοής ή μή των εκμεταλλευτικών κανόνων (ή νόμων) παύει να αποτελεί δίλημμα (το γνωστό ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;). Ο ριζοσπαστης κοινωνικός λειτουργός ή κοινοτικός οργανωτής έχει ξεκάθαρα την υποχρέωση να αποκαλύψει τις μορφές αδικίας που βιώνει η κοινότητά και να οργανώσει την πορεία σύγκρουσης με τις δομές ή αντιλήψεις που συντηρούν και αναπαράγουν την αδικία. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δράσης είναι διπλό. Από τη μια επιδιώκεται συνειδητά η κοινωνική αλλαγή, αξιοποιώντας συγκεκριμένη μεθοδολογία και τακτική σύγκρουσης. Από την άλλη, τα μέλη της κοινότητας –ακόμα και αν προσωρινά δεν επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή- διαπαιδαγωγούνται διεκδικώντας τα δικαιώματά τους. Το τοίχος αδιαφορίας, σιωπής, φόβου και έλλειψης εμπιστοσύνης σπάζει. Πολλές φορές χρειάζεται ένας κοινωνικός λειτουργός- «ταραχοποιός» για να επιταχύνει την πορεία αυτή της δυναμικής διεκδίκησης.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά από την καταγραφή των μεθόδων του Alinksi, η Ελληνική κυβέρνηση αξιοποιεί συνθήκες κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικής βίας που ξεπερνούν ακόμα και τις πλέον άγριες περιγραφές νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας που έχει βιώσει ο Δυτικός κόσμος. Μαζικές απολύσεις, τεράστια ανεργία, σχολεία και νοσοκομεία σε υπολειτουργία. Ακόμα χειρότερα, στο στόχαστρο της κρατικής αυτής βίας έχουν μπει συστηματικά οι πλέον ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Οι ομάδες τις οποίες η κοινωνική εργασία εξ ‘ορισμού και εκ φύσης υποχρεώνεται να προστατεύει και να υπερασπίζεται. Οι άνεργοι, οι ψυχικά ασθενείς, ΆμΕΑ, εξαρτημένοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι και άτομα που βιώνουν (ή καλύτερα επιβιώνουν) σε συνθήκες φτώχειας αποτελούν το έυκολο θύμα της κρατικής βίας. Δεν περνάει μέρα που οι εφημερίδες να μην αναφερθούν σε κοινωνικές δομές που κλείνουν, από το Βοήθεια στο Σπίτι, μέχρι μονάδες Ψυχαργώς και ειδικά σχολεία. Αυτόν τον κοινωνικό κανιβαλισμό βεβαίως οι κοινωνικοί λειτουργοί τον βιώνουν καθημερινά λόγω εργασίας. Πολλοί από εμάς απλά παρατηρούν με δέος, αμηχανία και αμηχανία, άλλοι με φόβο και πανικό. Όλο και περισσότεροι όμως προσπαθούν να οργανώσουν αυτό που ο Αλίνσκι περιέγραψε ώς κοινωνική εργασία της σύγκρουσης, να γίνουν «ταραχοποιοί» με στόχο την κοινωνική αλλαγή.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δυο δεδομένα παρουσιάζονται, με σχετική σαφήνεια, μπροστά στους κοινωνικούς λειτουργούς. Το πρώτο αφορά το γεγονός πως η πολιτική που εφαρμόζεται δεν είναι απλά βίαιη αλλά δε διαθέτει και καμία ηθική νομιμοποίηση στην κοινωνία. Η υποχρεωτική εξώθηση των ευάλωτων ομάδων στα όρια της επιβίωσης είναι προδήλως αναντίστοιχη όχι μόνο με τις αρχές της κοινωνικής εργασίας αλλά ακόμα και με βασικές πρόνοιες των Ευρωπαϊκού πολιτισμού και των συνταγματικών αρχών.
Στη όμως συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει το εξής συνακόλουθο ζήτημα,' τι γίνεται όταν η στρατηγική επιλογή για τον στραγγαλισμό των λαϊκών στρωμάτων ενδύεται το ένδυμα της τυπικής νομιμότητας- βλέπε κεφαλικός φόρος, η έκτακτο τέλος-;' Φαινομενικά τίθεται το δίλημμα υπακοή στην τυπική νομιμότητα ή στις δεοντολογικές, ηθικές και πολιτικές αρχές του επαγγέλματος. Αν και θεωρητικά το συγκεκριμένο ζήτημα χρείζει εκτεταμένης ανάλυσης, η περίπτωση της Ελλάδας στις παρούσες συνθήκες είναι μάλλον ξεκάθαρη. Όταν ένας νόμος συνθλίβει την κοινωνία, όταν ακόμα περισσότερο ακόμα και οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες του νόμου (αυτό και αν έιναι πρωτοφανές!!) αναγνωρίζουν ότι η πολιτική τους είναι άδικη, τότε οι κοινωνικοί λειτουργοί έχουν την ηθική και πολιτική υποχρέωση της αντιπαράθεσης και σύγκρουσης με τον άδικο αυτό νόμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η οργανωμένη κοινωνική ανυπακοή αναδυκνείται ως μια πολύ αποτελεσματική δράση στης κοινωνικής εργασίας με στόχο την υπεράσπιση των πλέον ευάλωτων ομάδων άλλα και του ίδιου του επαγγέλματος. Ο κορυφαίος ιστορικός και ακαδημαϊκός Howard Zinn περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός πως η κοινωνική ανυπακοή δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τη δημοκρατία αλλά πολλές φορές αποτελέι απαραίτητη προϋπόθεση για την υπεράσπισή της. Ιστορικά έχουν καταγραφεί πάρα πολλά πραδείγματα αποτελεσματικής αξιοποίησης των μεθόδων κοινωνικής ανυπάκοής με κορυφάια βεβαίως αυτά του Γκάντι στην Ινδία, του Μαντελα στη Νότια Αφρική και του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ στις ΗΠΑ. Φυσικά όταν οι τρείς τους πρωτοστάτησαν οργανώνοντας κοινωνική ανυπακοή ενάντια στην καταπίεση, χωρίς εξαίρεση κατηγορήθηκαν ως “ταραχοποιοί και τρομοκράτες”. Τώρα πια και αφού ο αγώνας τους υπήρξε νικηφόρος, η δράση τους καταγράφεται ως κατάκτηση του ανθρώπινου πολιτισμού στον αγώνα για ισότητα. Επομένως δε χρειάζεται να έχουμε αυταπάτες, η πορεία της σύγκρουσης δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα αλλά είναι η μοναδική δίκαιη.
Διαθέτει όμως η κοινωνική εργασία στην Ελλάδα τις μεθόδους ή τη θεωρία που θα της επέτρεπαν να συγκρουστεί με τον τρόπο που περέγραψε ο Αλίνσκι? Εδώ θα πρέπει να είμαστε αμείλικτοι. Η μεθοδολογία και παράδοση της Ελληνικής κοινωνικής εργασίας όπως έχει διαμορφωθεί δεκαετίες τώρα από τους επίσημους φορείς την καθιστά φαινομενικά ανίκανη να αντιδράσει στις συνθήκες οξυμένης κοινωνικής σύγκρουσης. Παρόλα αυτά οι πρωτόγνωρες συνθήκες απαιτούν και πρωτόγνωρες (για το επάγγελμα τουλάχιστον) δράσεις. Έστω και αν δεν το έχουν ξανακάνει σε μαζική κλίμακα, καλούνται σήμερα οι κοινωνικοί λειτουργοί να ξεπεράσουν μεθοδολογικά και πολιτικά πολλές απο τις στείρες και βαθιά συντηρητικές «θεωρίες» με τις οποίες έχουν γαλουχηθεί. Οφείλουν να συμμαχήσουν με την κοινωνία και με αυτοπεποίθηση και φαντασία να αναζητήσουν νέες μορφές δράσης. Να συντελέσουν στη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής εργασίας πολιτικά δραστηριοποιημένης, κοινωνικά ευαίσθητης και μαχητικά τοποθετημένης στο πλευρό των αδυνάτων.
Εκ μέρους του Δικτύου Δράσης Κοινωνικών Λειτουργών, Βασίλης Ιωακειμίδης (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)